ντροπιάζω — ντροπιάζω, ντρόπιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ντροπιάζω — ντρόπιασα, ντροπιάστηκα, ντροπιασμένος 1. κάνω κάποιον να νιώσει ντροπή: Ντρόπιασε τους δικούς του με τις πράξεις του. 2. προσβάλλω: Τον ντρόπιασες μπροστά στους άλλους. 3. το μέσ., ντροπιάζομαι νιώθω ντροπή, ταπείνωση: Κι είν εδώ πέρα μια Αρετή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντρόπιασμα — το [ντροπιάζω] το αποτέλεσμα τού ντροπιάζω, ταπείνωση, προσβολή, εξευτελισμός … Dictionary of Greek
αισχροποιώ — αἰσχροποιῶ (AM) [αἰσχροποιός] 1. ενεργώ αισχρά, κάνω αισχρές πράξεις, ασελγώ, λεσβιάζω 2. ατιμάζω, ντροπιάζω || («αἰσχροποιῶ τὰς τέχνας») … Dictionary of Greek
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
ατιμώνω — (AM ἀτιμῶ, όω, Μ και ἀτιμώνω) [άτιμος] ντροπιάζω, εξευτελίζω μσν. νεοελλ. 1. περιφρονώ 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. ( ομαι) ορκίζομαι αρχ. αφαιρώ τα πολιτικά δικαιώματα … Dictionary of Greek
ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… … Dictionary of Greek
ενασχημονώ — ἐνασχημονῶ, έω (Α) ασχημονώ προς κάποιον, φέρομαι αισχρά, προσβάλλω, ντροπιάζω … Dictionary of Greek
εντροπιάζω — και ντροπιάζω (Μ ἐντροπιάζω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τόν εκθέτω («τόν ντρόπιασες μπροστά σε όλους με τα λόγια σου») 2. κάνω κάποιον άλλο να αισθανθεί ντροπή για δικές μου ενέργειες («ντρόπιασα τον πατέρα μου με τις πράξεις μου») 3.… … Dictionary of Greek
εξατιμάζω — ἐξατιμάζω (AM) [ατιμάζω] ατιμάζω εντελώς, ντροπιάζω μσν. νεοελλ. 1. κατηγορώ 2. βρίζω 3. καταριέμαι … Dictionary of Greek